Με βασικά γνωρίσματα τις τεράστιες επενδύσεις από τους παραγωγούς, την αδιαφορία από την πλευρά της Πολιτείας και το μεγάλο κενό στην έρευνα για νέες ποικιλίες, σκιαγραφεί την καλλιέργεια του επιτραπέζιου σταφυλιού, ο έμπειρος γεωπόνος από την Κορινθία, Χρήστος Ψαρράκος.
Στο επίκεντρο της συζήτησης, η σουλτανίνα, ένα προϊόν αναφοράς για την εγχώρια αγροτική παραγωγή ειδικά στον τομέα των φρέσκων φρούτων, που αποτελεί το 60% του γεωργικού εισοδήματος της Κορινθίας.
Σύμφωνα με τον κ. Ψαρράκο, οι εκτιμήσεις για τη φετινή παραγωγή είναι επισφαλείς, ενώ από την άλλη θεωρεί δεδομένη τη μείωση της κατανάλωσης του προϊόντος σε διεθνές επίπεδο λόγω της οικονομικής κρίσης και του Ε.coli.
Βέβαια μέσα σε όλα αυτά ο έμπειρος τεχνοκράτης εντοπίζει την τάση της λιανικής πώλησης και σε διεθνές επίπεδο για άμεση συνεργασία με τους παραγωγούς και προτείνει την εμπλοκή των μικρών ομάδων παραγωγών στην τυποποίηση και εμπορία, ώστε να μπορούν να διαπραγματευτούν οι ίδιοι για το προϊόν τους.
Τι αντιπροσωπεύει το επιτραπέζιο σταφύλι για την Κορινθία και τι επενδύσεις έχουν γίνει στον τομέα;
Το επιτραπέζιο σταφύλι και συγκεκριμένα η σουλτανίνα αποτελεί το 60% του γεωργικού εισοδήματος του νομού. Ως προϊόν είναι σημείο αναφοράς τόσο για την Ελλάδα, όσο και την Ευρώπη. Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έχουν γίνει τεράστιες επενδύσεις από τους παραγωγούς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το κόστος της αρχικής εγκατάστασης (σίδερα, σύρματα, αρδευτικά, αντιχαλαζικά δίχτυα, πλαστικά κάλυψης) με το κόστος του φυτικού κεφαλαίου φτάνει τα 3.000 ευρώ ανά στρέμμα. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα έξοδα για γεωτρήσεις, δίκτυα, όπως και αυτά των πιστοποιήσεων. Τεράστιες επενδύσεις όμως έχουν κάνει και οι εξαγωγείς, αφού για την καλύτερη μετασυλλεκτική φυσιολογία του προϊόντος χρειάζονται σύγχρονα ψυγεία και προψυκτήρια. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε την ανυπαρξία του κράτους, την έλλειψη ενός Ινστιτούτου Αμπέλου και τη μη έρευνα στον τομέα νέων ποικιλιών, πράγματα αυτονόητα σε ανταγωνίστριες χώρες.
Εκτός από τον περονόσπορο που «χτύπησε» φέτος τα αμπέλια, τι άλλο φταίει και το προϊόν δεν μπορεί να «πάρει» από την αγορά αυτό που του ανήκει;
Ο περονόσπορος είναι πρόβλημα της φετινής χρονιάς λόγω των πολλών εαρινών βροχοπτώσεων και ελπίζουμε να μην εξελιχθεί σε μάστιγα όπως σε άλλες χώρες.
Το βασικό όμως πρόβλημα στην εμπορία του σταφυλιού έχει να κάνει με το marketing, την ποιότητα του τελικού προϊόντος, τις ημερομηνίες συγκομιδής και διάθεσης και τον ανταγωνισμό. Η παρουσία δεύτερης ποικιλίας οψιμότερης, που θα βοηθούσε και τη σουλτανίνα, θα μας έδινε στην εμπορία δύο τουλάχιστον εβδομάδες στο τέλος, που θα ‘ταν πολύ σημαντικές, αφού είμαστε η τελευταία χώρα της Ευρώπης ημερομηνιακά που εξάγει σταφύλι πριν τη Βραζιλία και την Καλιφόρνια. Επίσης, η απουσία των εξαγωγικών φορέων, αλλά δυστυχώς και γενικότερα της χώρας από μεγάλες διεθνείς εκθέσεις φρούτων δεν δίνει επιπλέον ώθηση στο προϊόν.
Πώς είναι φέτος (ποσοτικά-ποιοτικά) η παραγωγή του προϊόντος και πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στην εγχώρια και διεθνή αγορά;
Οι αρχικές εκτιμήσεις είναι ότι η παραγωγή φέτος θα΄ναι μειωμένη σε σχέση με την περσινή κατά 10-15% λόγω της χαλαζόπτωσης και του περονόσπορου που επηρέασε κάποιες περιοχές. Ωστόσο κάθε πρόβλεψη είναι επισφαλής, καθώς πολλά θα εξαρτηθούν από τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, αφού η χρονιά είναι κατά δέκα μέρες πιο όψιμη και οι εξαγωγές θα ξεκινήσουν μετά το Δεκαπενταύγουστο.
Όσον αφορά την ποιότητα, αυτή στους μη προσβεβλημένους αμπελώνες είναι καλή και αντάξια της φήμης του προϊόντος.
Στο κομμάτι της διάθεσης είναι ξεκάθαρο ότι η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τους καταναλωτές σε όλη την Ευρώπη και κατά συνέπεια και τις διατροφικές τους συνήθειες. Επίσης, όσο δεν λύνεται το πρόβλημα με το βακτήριο E.coli που μας απασχολεί τους τελευταίους μήνες, η κατανάλωση στις διεθνείς αγορές θα είναι σαφώς μειωμένη.
Από την πλευρά μας όμως πρέπει να κάνουμε και κάνουμε το καλύτερο δυνατό, ώστε να προσφέρουμε στον καταναλωτή ποιοτικό, οικονομικό και κυρίως ασφαλές προϊόν.
Πώς φθάνει η σουλτανίνα και γενικά το επιτραπέζιο σταφύλι που παράγεται στη χώρα μας, στις μεγάλες διεθνείς αλυσίδες σούπερ μάρκετ (από ποια δίκτυα) και πώς αυτό επηρεάζει τις τιμές παραγωγού;
Κάθε σούπερ μάρκετ στο εξωτερικό έχει ορίσει από δύο έως τέσσερις το πολύ εισαγωγικές εταιρείες ανά προϊόν, έτσι ώστε να του εξασφαλίζουν 365 μέρες τον χρόνο σταφύλι στο ράφι τους. Αυτές, με τη σειρά τους, βρίσκουν τους κατάλληλους ανά χώρα προμηθευτές και δεσμεύονται προς τα S.M για την ανταγωνιστικότητα των τιμών και την διασφάλιση των ποιοτικών προδιαγραφών. Με αυτό τον τρόπο, πιέζονται οι ανά χώρα εξαγωγείς να επιμηκύνουν το χρόνο διάθεσης, με αποτέλεσμα την πληθώρα προϊόντος και τη συμπίεση των τιμών.
Υπάρχει τρόπος συντονισμού της κατάστασης από τους παραγωγούς, ώστε να βελτιωθεί η διαπραγματευτική τους θέση και να γίνει πιο συστηματική η συνεργασία με τα μεγάλα δίκτυα λιανικής πώλησης στην παγκόσμια αγορά;
Ο μόνος τρόπος είναι οι μικρές ομάδες παραγωγών που θα ασχοληθούν και με την τυποποίηση και εμπορία. Τα σούπερ μάρκετ και τα διεθνή, αλλά κυρίως τα ελληνικά θέλουν την άμεση συνεργασία με παραγωγούς στην προσπάθειά τους να μειώσουν τους ενδιάμεσους και το κόστος. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο κόστος της επένδυσης αλλά -κύρια- στην κακή ελληνική νοοτροπία που δεν ευνοεί τις συνεργασίες. Πρέπει να καταλάβουν όμως ότι και λόγω της κρίσης έφθασε η εποχή των συνεργιών για ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και το προϊόν.
WHO IS WHO
Ο Χρήστος Ψαρράκος είναι πτυχιούχος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδικότητα Φυτοτεχνίας και έχει εκπονήσει πλήθος επιστημονικών εργασιών και εισηγήσεων με έμφαση στις σύγχρονες αγροτικές καλλιέργειες. Έχει επί σειρά ετών εργαστεί στον τομέα των φυτοπροστευτικών προϊόντων, ενώ έχει παρακολουθήσει σειρά σεμιναρίων στον τομέα των συστημάτων ποιότητας και την αντιμετώπιση εντόμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου